- ἄγροικοι
- ἄγροικοςdwelling in the fieldsmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγροῖκοι — ἀγροῖκος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Evagoras Karageorgis — Infobox Musical artist Name = Evagoras Karageorgis Img capt = Evagoras Karageorgis playing lute Birth name = Evagoras Karageorgis Born = birth date and age|1957|12|20 Tsada, Paphos Origin = Cyprus Occupation = composer, songwriter, lute… … Wikipedia
Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве … Википедия
Геоморы — (др. греч. γεωμόροι, дорийский диалект γάμοροι, от γε «земля» и μείρομαι «получаю свою долю») земледельцы, вторая из трех социальных групп афинского государства (другие две евпатриды и демиурги), социальное деление которого традиция приписывает… … Википедия
неразоумьныи — (172) пр. 1.Неразумный, глупый; безрассудный: не знають б҃а треѡканьнии и неразѹмнии д҃шею. (ἀνόητοι) ПНЧ 1296, 100 об.; ѹподобихъсѧ неразѹмнымъ скотомъ. ˫адениѥмь и питьѥмь. и всѣми похотьми скверъными. СбЯр XIII, 173; а писалъ многогрѣшныи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PEDEPULVEROSI — in LL. Burgorum Scoticorum c. 120. Si burgenses mercatores et Pedepulverosi. Gall. Piepoudreux. Angl. Dustie foote, ibid. c. 134. advene sunt. extranei. Hesychio, Κονιορτόποδες, ἀγροίκοι, ἐργάται. Cicero, l. 1. de Inv. Tum verisimilia, hôc modô:… … Hofmann J. Lexicon universale
Λακεδαίμων — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Λακωνικής, γιος του Δία και της νύμφης Ταϋγέτης. Παντρεύτηκε τη Σπάρτη, κόρη του Ευρώτα, από την οποία απέκτησε τον Αμύκλα, την Ευρυδίκη και ίσως την Ασίνη, τον Ίμερο και την Κλεοδίκη. Στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο… … Dictionary of Greek
αγροίκος — ο και άγροικος, η, ο (AM ἀγροῑκος, ον) 1. απολίτιστος, ακαλλιέργητος, άξεστος, τραχύς στη συμπεριφορά 2. ανόητος νεοελλ. άπειρος, αμαθής μσν. ειλικρινής, απονήρευτος, απλοϊκός αρχ. 1. αυτός που κατοικεί στην ύπαιθρο, στους αγρούς 2. (για πρόσωπα) … Dictionary of Greek
ευπατρίδης — ο (ΑΜ εὐπατρίδης, Α δωρ. τ. εὐπατρίδας) αυτός που κατάγεται από ευγενή πατέρα ή από ευγενείς προγόνους, ο ευγενής, ο αριστοκράτης, ο άρχοντας αρχ. 1. ως επίθ. (για οίκο) αριστοκρατικός («ἁ τῶν εὐπατριδᾱν γεγῶσ οἴκων», Ευρ.) 2. (στην αρχαία Αθήνα) … Dictionary of Greek
λακεδάμα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὕδωρ ἁλμυρὸν ἁλσὶ πεποιημένον, ὅ πίνουσι οἱ τῶν Μακεδόνων ἀγροῑκοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. λ. Λακεδαίμων] … Dictionary of Greek